Μια αλληλοσυμπληρωματική ανάγνωση του όψιμου Foucault από την Judith Butler και τον Gilles Deleuze

Της Αριάδνης Πολυχρονίου
Δρ. Νομικής Σχολής ΕΚΠΑΑ
Περίληψη
H αρχαιοελληνική υποκειμενοποιητική διαδικασία αποτυπώνεται στον όψιμο φουκωικό στοχασμό ως αυτομετασχηματιστική τεχνουργία της ύπαρξης, η οποία πραγματώνεται μέσω μηχανισμών αυτοποιητικής κατεργασίας του ελεύθερου εαυτού με γνώμονα ιστορικοκοινωνικά μεταβαλλόμενες δέσμες ηθικών παραινέσεων. Σύμφωνα με τον Foucault, η διάνοιξη ενός αυτονομημένου πεδίου αυτοσχεσιακής υποκειμενικότητας ατροφεί εντός των ιστορικών σχηματισμών της νεωτερικότητας δια της εξάλειψης των αρχαιοελληνικών τεχνολογιών της ύπαρξης και της αφομοίωσης της τρίτης διάστασης της υποκειμενικότητας από τα δίκτυα εξουσίας-γνώσης. Υπό αυτό το πρίσμα, θα υποστηρίξουμε πως η μπατλερική επαναπρόσληψη της φουκωικής έννοιας της κριτικής με όρους νεωτερικής τεχνολογίας του εαυτού παρέχει μια πρόσφορη δυνατότητα απεγκλωβισμού της αισθητικής της ύπαρξης από την αρχαιοελληνική πραγματικότητα μέσω της νεωτερικής ανασήμανσης της υποκειμενικής ποιήσεως με όρους ανατρεπτικής υπο-/από – υποκειμενοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε την συμβολή της αλληλοσυμπληρωματικής ανάγνωσης της ντελεζικής και της μπατλερικής επαναπροσέγγισης της όψιμης φουκωικής θεωρίας στην απόπειρα επανένθεσης μιας ισχνής τροπικότητας αντιστασιακής αυτο-δημιουργίας στην ολοποιητική διαδικασία συγκρότησης του υποκειμένου της ύστερης καπιταλιστικής νεωτερικότητας.
Λέξεις-Κλειδιά: Michel Foucault; Judith Butler; Gilles Deleuze; τεχνολογίες της ύπαρξης; υποκειμενοποίηση
Ι.
Στην κοινή εισαγωγή του δεύτερου και τρίτου τόμου της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας, [1] ο Γάλλος στοχαστής Michel Foucault αποδίδει την τετράχρονη απόσταση μεταξύ της Βούλησης για Γνώση και των υπολοίπων τριών τόμων του μείζονος θεωρητικού του εγχειρήματος στην ενδιάμεση ανάδυση της αναγκαιότητας αναπροσανατολισμού του αντικείμενου της έρευνάς του από τη μελέτη του αξεδιάλυτου δικτύου εξουσίας-γνώσης στη διερεύνηση της συγκρότησης του υποκειμένου. Σε αυτή τη βάση, ο Φουκώ τριχοτομεί, για πρώτη φορά, την πρόσληψη της «ιστορικά ενικής εμπειρίας» σε τρεις αλληλένδετους επιστημολογικούς άξονες: Στη μελέτη της διαμόρφωσης των γνώσεων και των ορθολογικοτήτων που τις διέπουν, στην ανάλυση της λειτουργίας των συστημάτων εξουσίας και των πρακτικών μέσω των οποίων αυτές ασκούνται, και στην ανίχνευση των μορφολογιών που προσλαμβάνει η σχέση του υποκειμένου προς τον εαυτό του στο πλαίσιο των κανονιστικών «παιχνιδιών αληθείας». Αναζητώντας ρηξικέλευθες αποκρίσεις για τον τρίτο πυλώνα αυτού του οψίμως συγκροτημένου τριεδρικού σχηματισμού, ο Φουκώ εγκαταλείπει τις σκιώδεις βικτωριανές κάμαρες του πρώτου τόμου της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας για να διερευνήσει τις «πρακτικές του εαυτού» και τις «τέχνες της ύπαρξης» της ύστερης αρχαιοελληνικής και ρωμαϊκής πραγματικότητας.
Εντός αυτής της θεωρητικής αναζήτησης, ο Φουκώ υποστηρίζει ότι η προχριστιανική ηθικοποίηση της σεξουαλικότητας διαπλάθεται με γνώμονα μια πλουραλιστική δέσμη κατευθυντήριων παραινέσεων και οδηγητικών κειμένων που κατατείνουν στην αυτοποιητική συγκρότηση του εαυτού κατά τα βέλτιστα ηθικά πρότυπα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Φουκώ εισάγει για πρώτη φορά την έννοια της προβληματοποίησης. Σύμφωνα με τον Γάλλο διανοητή, η ηθική προβληματοποίηση της σεξουαλικής εμπειρίας αντιδιαστέλλεται ευθέως προς την επιβολή ενός εξωτερικού ελεγκτικού συστήματος επιτήρησης και κολασμού. Σε αντίθεση με τον κατασταλτικό χαρακτήρα της απαγόρευσης, η ηθική προβληματοποίηση επιτάσσει την ανάληψη μιας ενεργητικής μεταποιητικής δραστηριότητας του υποκειμένου επί του εαυτού του. Η εργώδης αυτή μετουσίωση του εαυτού σε αντικείμενο αναστοχασμού και αυτοεξέτασης, δηλαδή σε καμβά μιας αέναης αισθητικής και υφολογικής μεταποίησης, επιτελείται, κατά τον ανωτέρω, μέσω της καλλιέργειας των «τεχνικών της ύπαρξης». Η συγκρότηση του εαυτού ως ηθικού υποκειμένου με αναφορά σ’ ένα επιβεβλημένο σύστημα ηθικών κανονιστικοτήτων διέρχεται, κατά τη φουκωική ανάλυση, μέσα από «τρόπους υποκειμενοποίησης». Οι τροπισμοί αυτοί ερείδονται στην αξιοποίηση των διακριτών και πολλαπλών διαθέσιμων «πρακτικών του εαυτού» και στην εκδίπλωση μιας ορισμένης ασκητικής της ύπαρξης. [2] Ιδωμένη ως ακατάπαυστη διαπλαστική τεχνουργία του εαυτού, η διαδικασία της υποκειμενοποίησης εγκαθιδρύεται, κατά τον Φουκώ, στον πυρήνα της ηθικής[3].
Νοούμενη ως αδιάλειπτη οντολογική αναζήτηση της αλήθειας μέσω της αισθητικοποίησης του εαυτού, η αρχαιοελληνική υποκειμενικότητα κατατείνει στην επίτευξη του ηθικού μετασχηματισμού[4] μέσω της εγκαινίασης της αέναης σχεσιακότητας του υποκειμένου με τον εαυτό του. Αυτές ακριβώς οι αυτοτροποποιητικές τεχνολογίες εκλείπουν, σύμφωνα με τον Φουκώ, όχι κατά την ιστορική μετάβαση από τον παγανισμό στη χριστιανοσύνη, αλλά αρκετούς αιώνες αργότερα, από τον 17ο αιώνα και ύστερα, δίνοντας τη θέση τους σε δέσμες παιδαγωγικών και τεχνικών διδαχών επικεντρωμένων αποκλειστικά στο ζήτημα του «πράττειν». Οι νεωτερικές τεχνολογίες υποκατάστασης των αρχαιοελληνικών και πρωτοχριστιανικών αισθητικών της ύπαρξης αποβλέπουν στη μαζική οργάνωση της εξωτερικής συμπεριφοράς γύρω από την απόκτηση κατάλληλων δεξιοτήτων, γνώσεων και εμπειριών υπό μία σύγχρονη λογική επαγγελματικής κατάρτισης. Δίχως να εξαφανίζονται ολοκληρωτικά, οι αρχαιοελληνικές τεχνολογίες του εαυτού μετασχηματίζονται συνεπώς ριζικά στον νεωτερικό ορίζοντα, αποβάλλοντας τον αναστοχαστικό τους χαρακτήρα και απαλείφοντας την ικανότητα καθοδήγησης του υποκειμένου προς τον δημιουργικό αυτομετασχηματισμό του. Η νεωτερική συρρίκνωση των αρχαιοελληνικών τεχνολογιών του εαυτού συνυφαίνεται μάλιστα, σύμφωνα με τον Γάλλο στοχαστή, με τον καθολικό εξοβελισμό της αρχαιοελληνικής έννοιας της “επιμέλειας του εαυτού” από τη νεωτερική φιλοσοφική σκέψη και την ταυτόχρονη εγκαθίδρυση της προσταγής «γνῶθι σαὐτόν» σε θεμελιακή καθοδηγητική γραμμή της ρασιοναλιστικής νεωτερικής υποκειμενικότητας. Τόσο η απορρόφηση της αρχαϊκής αυτοποιητικής μέριμνας από την νεωτερική προτεραιοποίηση της γνώσης του εαυτού όσο και η μεταβολή της πολυκύμαντης σχέσης του υποκειμένου με την αλήθεια ανάγονται, κατά τον Γάλλο στοχαστή, στην κοσμογονική τομή της ιστορίας που ο ίδιος ονομάζει “καρτεσιανή στιγμή” (“moment cartésien”)[5]. Το καρτεσιανό cogito εγκαθιστά τη στέρεη, διάφανη και αναμφισβήτητη γνώση του υποκειμένου για τον εαυτό του ως συνειδησιακή μορφή εντός του, προσφέροντας μια εναλλακτική ασφαλή, προβλέψιμη και πεπατημένη οδό προς την κατάκτηση της νεωτερικής αλήθειας μέσω της τέλεσης γνωστικών ενεργημάτων. Η καταστατική αφετηρία της σύγχρονης Δυτικής ιστορίας εντοπίζεται, για τον Γάλλο στοχαστή, σε αυτήν ακριβώς την ακραιφνή ρήξη της νεωτερικότητας με την αρχαιοελληνική και πρωτοχριστιανική πραγμάτευση της σχέσης του υποκειμένου και της αλήθειας.
ΙΙ.
Η αρχαιοελληνική διάνοιξη του αυτονομημένου πεδίου της αυτοσχεσιακής υποκειμενικότητας μοιάζει, επομένως, να απομειώνεται σταδιακά και να συρράβεται απαρέγκλιτα εντός των ιστορικών σχηματισμών της νεωτερικότητας μέσω της εξάλειψης των αρχαιοελληνικών αυτοποιητικών τεχνολογιών της ύπαρξης και της εκμηδένισης της ζωτικής αρχής της επιμέλειας. Εντός της ρασιοναλιστικής διάταξης της νεωτερικής πραγματικότητας, η τρίτη διάσταση της υποκειμενικότητας ατροφεί και αφομοιώνεται από το δίκτυο εξουσίας-γνώσης. Δυνάμει των ανωτέρω διαπιστώσεων, η όψιμη φουκωική ανακάλυψη της αρχαιοελληνικής αισθητικοποίησης της ύπαρξης δεν δύναται να συμβάλει αφ’ εαυτού στην αποτύπωση της νεωτερικής σχέσης του υποκειμένου με τη συγκροτητική του εξουσία. Η φουκωική διερεύνηση των προνεωτερικών τεχνικών του ζην δεν μπορεί να εφαρμοστεί αδιαμεσολάβητα στη θεωρητικοποίηση σύγχρονων διαδικασιών υποκειμενοποίησης, δίχως να συνηγορήσει υπέρ μιας άχρονης και καθολικευτικής εννόησης της υποκειμενικής συγκρότησης. Υπό αυτή τη συλλογιστική, αναφύεται αναπόδραστα το ακόλουθο ερώτημα: Τι είδους αποκαλυπτική λύτρωση ανέμενε τον όψιμο Φουκώ κατά τη γνωσιοθεωρητική στροφή του στην αρχαία Ελλάδα, αν πράγματι η διάνοιξη αυτής της τρίτης διάστασης της υποκειμενικότητας σφραγίστηκε αμετάκλητα κατά την είσοδό μας στην νεωτερικότητα; Εφόσον, δηλαδή, η ριζική ανίχνευση μιας εναλλακτικής οντολογίας της ύπαρξης παραμένει δέσμια μιας θεωρητικής ανάλυσης αμιγώς ιστορικού ενδιαφέροντος ή μιας συγκριτικής μελέτης διακριτών διαδικασιών υποκειμενοποίησης της κλασσικής, ελληνιστικής και πρωτοχριστιανικής αρχαιότητας, σε τι πραγματικά συνίσταται η σημασία της εκδίπλωσης του τρίτου πυλώνα του φουκωικού στοχασμού;
Θα επιχειρήσουμε να αποκριθούμε στην ανωτέρω ερωτητική, υποστηρίζοντας πως η ανασυγκρότηση της φουκωικής κριτικής με όρους νεωτερικής τεχνολογίας του εαυτού από την Αμερικανίδα φιλόσοφο Judith Butler παρέχει μια πρόσφορη δυνατότητα απεγκλωβισμού της αισθητικής της ύπαρξης από την αρχαιοελληνική πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο θα δοκιμάσουμε μάλιστα να συνυφάνουμε την μπατλερική με την ντελεζική επαναπροσέγγιση της όψιμης φουκωικής θεωρίας της αυτοσχεσιακής επανεννόησης του υποκειμένου. Στις καταληκτικές μας σκέψεις θα αποπειραθούμε επιπρόσθετα να διαυγάσουμε την αλληλοσυμπληρωματική λειτουργία που δύναται να επιτελέσει η από κοινού ανάλυση της ντελεζικής και της μπατλερικής επαναπροσέγγισης της φουκωικής θεωρίας της ποίησης του εαυτού ως προς τη δυνατότητα της κριτικής αξιοποίησής της στη μελέτη των νεωτερικών διαδικασιών συγκρότησης του υποκειμένου.
Για την Judith Butler, η όψιμη ενασχόληση του Φουκώ με τις αρχαιοελληνικές πρακτικές του εαυτού συνιστά μία ριζική απόκλιση από τη νιτσεϊκή εγκαινίαση της αναστοχαστικότητας μέσω της εσωτερικής αναδίπλωσης της κακής συνείδησης στον εαυτό της[6]. Δυνάμει της μπατλερικής ανάλυσης της φουκωικής αισθητικής της ύπαρξης, η συγκρότηση του υποκειμένου δεν τελείται ούτε με όρους απροϋπόθετης καθυπόταξης σε μια άκαμπτη δέσμη ηθικών κανόνων, ούτε με όρους έμφοβης εσωτερίκευσης των θεμελιακών απαγορεύσεων και προσταγών τους στους κόλπους μιας καταστατικά ένοχης συνείδησης. Αντίθετα, η υποκειμενοποίηση επιτελείται μέσω ανομοιόμορφων, πολλαπλών και μεταβαλλόμενων αυτοποιητικών διαδικασιών, εγκαινιάζοντας μια ανοιχτή και ακαθόριστη πρόσκληση αδιάκοπης εαυτοτικής ανακατασκευής εντός ενός πεδίου δεδομένων ιστορικοκοινωνικών καταναγκασμών.
H Αμερικανίδα στοχάστρια διαβλέπει στην όψιμη φουκωική σύλληψη της ιστορικοκοινωνικά οριοθετημένης αυτοδημιουργίας μια πιο εφικτή τροπικότητα ανατρεπτικού αυτοκαθορισμού του γίγνεσθαι-υποκειμένου κατά την ανάπτυξη της σχέσης του με τις συγκροτητικές του ηθικές νόρμες. Οι ρυθμιστικοί αυτοί κανόνες συλλαμβάνονται ως δυνάμεις αφενός παραγωγικές του υποκειμένου, αφετέρου δε αναγνωριστικές των μορφών υποκειμενικότητας που δύνανται να ανυψωθούν στη σφαίρα της πολιτισμικής διανοητότητας και να απολαύσουν την αναγνωρισιμότητα που απορρέει από αυτή την πρωταρχική αναγνώριση. Η κρίσιμη μπατλερική προβληματική της μορφολογίας της αναπτυσσόμενης διαλεκτικής του υποκειμένου με τους επιβεβλημένους ηθικούς κανόνες αποκρυσταλλώνεται εντός των προδιαγεγραμμένων ορίων της υποκειμενοποιητικής λειτουργίας των ηθικών νορμών, προσανατολισμένη επ’ ακριβώς στη διερεύνηση της σχέσης που δύναται να αποκτήσει ένα υποκείμενο που παράχθηκε και αναδύθηκε από την ίδια την ηθική με τους ηθικούς κανόνες. Η διαπίστωση της αφετηριακής ανάδυσης του ηθικού υποκειμένου μέσα από τους κόλπους των υποκειμενοποιητικών διεργασιών των κρατούντων ηθικών συστημάτων δεν συντελεί, ωστόσο, στην ολοποιητική εξαφάνιση της αυτόνομης δράσης του στη δίνη μιας ακατάβλητης κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας. Καθώς καλείται να επαναλάβει επιτελεστικά τους ηθικούς κανόνες της συγκρότησής του, το υποκείμενο αυτό δεν εκπίπτει σε φωτοτυπικό αποτέλεσμα μιας μαζικής εργοστασιακής παραγωγής υποκειμενικότητων, όπως συχνά υποστηρίζεται από επικριτές τόσο της φουκωικής όσο και της μπατλερικής θεωρητικής επεξεργασίας της υποκειμενικότητας. Ταυτόχρονα, όμως, το υποκείμενο δεν τυγχάνει ελεύθερο να αναδυθεί βουλησιαρχικά και να ποιήσει εαυτόν εν πλήρη αυτονομία αποδεσμευόμενο από τις συντεταγμένες της ιστορικότητας και της περατότητας του, προσλαμβάνοντας μια αυτοθεμελιούμενη, αυτόκεντρη και αυτοσχεσιακή οντολογική υπόσταση. Στην πραγματικότητα, η δημιουργική αυτοεπινόηση συνιστά πάντοτε μια εναγώνια συναλλαγή με τα εκάστοτε κρατούντα συστήματα εξουσίας-γνώσης και τις κανονιστικά οριοθετούμενες αναγνωρίσιμες μορφές υποκειμένου σε μια δεδομένη ιστορικοκοινωνική συνθήκη. Η ικανότητα του υπό συγκρότηση υποκειμένου για εμπρόθετη δράση και αναστοχαστική ηθική διαβούλευση δεν αντιπροσωπεύει μια απριορικά εγχαραγμένη λειτουργία της έλλογης, αυτόνομης και ορθολογικής υπόστασής του, αλλά αναφύεται πεισματικά κατά την υποκειμενοποιητική διεργασία ως ανατρεπτικό, αβέβαιο και εύθραυστο ίχνος αγωνιστικής και αντιτάξιμης αντίστασης στο καταναγκαστικό περιβάλλον μιας πρωτογενούς συνθήκης ανελευθερίας. Υπ’ αυτή την πρισματική, σκιαγραφούνται με αδρές γραμμές οι όροι της διάρθρωσης της μπατλερικής διελκυστίνδας μεταξύ αφενός της παραγωγικής και αναγνωριστικής λειτουργίας των εξουσιαστικών κανόνων και αφετέρου της δυνατότητας κριτικής επεξεργασίας και βιώσιμης διαπραγμάτευσής τους από το ίδιο το υποκείμενο εντός ενός ρευστού πλαισίου ημιαυτόνομης αυτο-δημιουργίας και ανατρεπτικής αντίστασης. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει η Αμερικανίδα θεωρητικός, δεν μπορεί να υπάρξει δημιουργία του εαυτού (ποίησις) έξω από έναν ορισμένο τρόπο υποκειμενοποίησης (assujetisement) και επομένως δεν μπορεί να υπάρξει αυτοδημιουργία έξω από τις νόρμες που ενορχηστρώνουν τις δυνατές μορφές που μπορεί να πάρει ένα υποκείμενο[7].
Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η Butler συνυφαίνει την όψιμη ενασχόληση του Φουκώ με τις αρχαιοελληνικές τέχνες του ζην με την προγενέστερη εκ μέρους του επανεπεξεργασία της έννοιας της κριτικής[8]. Σε αυτή τη βάση, θεωρητικοποιεί την ιδιότυπη σχεσιακότητα του συγκροτούμενου υποκειμένου και της συγκροτητικής του εξουσίας, υποστηρίζοντας πως το υποκείμενο διαμορφώνει τον εαυτό του σε σχέση με ένα σύνολο από κώδικες, οδηγίες και νόρμες, κάτι που επιτελεί με τέτοιους τρόπους ώστε (α) η αυτοσυγκρότηση εμφανίζεται ως ένα είδος ποιήσεως αλλά και (β) η δημιουργία του εαυτού εδραιώνεται ως ευρύτερη λειτουργία της κριτικής[9]. Αντίστοιχα, στο μπατλερικό δοκίμιο Τι είναι Κριτική; Ένα δοκίμιο πάνω στην αρετή στον Φουκώ[10], η φουκωική κριτική αναγιγνώσκεται ως παραγωγική πρακτική, πρόσφορη να πυροδοτήσει εναλλακτικούς τροπισμούς υποκειμενικής συγκρότησης επέκεινα της κανονιστικής ρυθμιστικότητας των κρατούντων καθεστώτων αληθείας. Ειδικότερα, η Butler αποπειράται να καταδείξει την άρρηκτη συνδεσιμότητα της ύστερης φουκωικής θεωρίας της αυτοποιητικής υποκειμενοποίησης με την πολιτική της απο-υποκειμενοποίησης. Για την Αμερικανίδα θεωρητικό, η εγκαινίαση της αυτομετασχηματιστικής επινοητικότητας λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα με την απο-υποκειμενοποιητική διαδικασία έκπτωσης από το πεδίο της πολιτισμικής διανοητότητας, κατά τη στιγμή εκδίπλωσης μιας ορισμένης τροπικότητας της ύπαρξης αντικείμενης στις παγιωμένες προκείμενες της υποκειμενοποιητικής διαδικασίας. Όπως εύγλωττα διατείνεται, η διαμόρφωση του εαυτού από τον εαυτό και η απο-υποκειμενοποίηση συμβαίνουν ταυτοχρόνως, όταν ένας τρόπος ύπαρξης διακυβεύεται, μιας και δεν υποστηρίζεται από ό,τι ο Foucault αποκαλεί καθεστώς αλήθειας[11].
Για την Butler, η φουκωική κριτική ανασυγκροτείται ως ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα διάτρησης των κυρίαρχων ρυθμιστικών ιδεωδών της ύπαρξης μέσω της ένσαρκης απόπειρας διάνοιξης μιας εναλλακτικής δυνατότητας επιτέλεσης του εαυτού επέκεινα των εξουσιαστικών μηχανισμών διάταξης της κοινωνικής πραγματικότητας. Η κριτική ποίηση του εαυτού με αναπάντεχους, υβριδικούς και πολύμορφους σχηματισμούς αμφισβητεί εμπράκτως την κρατούσα οριοθέτηση των τροπικοτήτων του γιγνώσκειν και των μηχανισμών του εξουσιάζειν εντός μιας δεδομένης ιστορικοκοινωνικής συνθήκης, συγκροτώντας, κατ’ ουσίαν, μία όχι μόνο οντολογική, αλλά και γνωστική, πολιτισμική και επιστημολογική αναδιαπραγμάτευση των ορίων του πραγματικού. Αποσχίζοντας την φουκωική αυτοποιητική υποκειμενικότητα από τις αρχαιοελληνικές πρακτικές του ζην, η Butler υποστηρίζει ότι η ταραχώδης σχέση του αυτομετασχηματιστικού υποκειμένου προς τους ιστορικοκοινωνικά μεταβλητούς ρυθμιστικούς κανόνες, συνιστά, πάνω απ’ όλα, μια κριτική σχέση. Το ιδρυτικό γνώρισμα της νεωτερικότητας, η κριτική, μεταπλάθεται στην μπατλερική ανάλυση στην κατεξοχήν νεωτερική τεχνολογία της ύπαρξης, επομένως σε μια επιτελεστική διεργασία σμίλευσης του εαυτού, όχι μόνο δυνάμει των υφιστάμενων κανονιστικοποιημένων προτύπων της ύπαρξης αλλά και ενάντια στις φενακιστικά απρόσβλητες κοινωνικοπολιτικές, πολιτισμικές, γνωσιακές, επιστημολογικές και μεθοδολογικές προκείμενες των φυσικοποιημένων αυθεντιών της νεωτερικής συνθήκης.
Θεμελιώνοντας τη φουκωική κριτική ως επιτελεστική πρακτική αισθητικοποίησης του νεωτερικού εαυτού, η Butler διατείνεται πως το υποκείμενο μεταπλάθεται πάντοτε υφολογικά εν σχέσει με την ηθική επιταγή που απευθύνεται προς αυτό, είτε αναπαράγοντας τον εαυτό του σε συμφωνία μαζί της, είτε μεταποιώντας την ύπαρξή του σε αντίθεση με αυτή, εισάγοντας μια ισχνή «πρακτική ελευθερίας» στο πεδίο της αέναης επαναληψιμότητας της υποκειμενικής αυτοσυγκρότησης. Ως αποτέλεσμα, το τίμημα της επιτελούμενης στροφής του υποκειμένου κατά των παγιωμένων καθεστώτων αληθείας, ανάγεται σε αυτό που η Butler ονομάζει, για να επανερμηνεύσει την φουκωική εννοιολόγηση της απο-υποκειμενοποίησης, «αναδρομική κατάλυση της οντολογικής βάσης του υποκειμένου»[12]. Η απαιτητή αυτή αυτο-διάλυση εκκινεί από τα κριτικά ερωτήματα που το υποκείμενο αρχίζει να θέτει στον εαυτό του, προβληματοποιώντας τις συγκροτητικές προκείμενες της ύπαρξής του: Τι λογίζεται ως ένα πρόσωπο; Τι λογίζεται ως ένα συνεκτικό κοινωνικό φύλο; Τι αναγνωρίζεται ως ένας πολίτης; Τίνος ο κόσμος νομιμοποιείται ως πραγματικός; Προσωπικά, ρωτάμε: Ποιος μπορώ να γίνω μέσα σε έναν τέτοιον κόσμο, όπου οι σημασίες και τα όρια του υποκειμένου έχουν τεθεί για μένα εκ των προτέρων; Από ποιους κανόνες περιορίζομαι, καθώς αρχίζω να θέτω το ερώτημα του τι μπορώ να γίνω; Και τι συμβαίνει, όταν αρχίζω να γίνομαι αυτό για το οποίο δεν υπάρχει καμία θέση εντός του δεδομένου καθεστώτος αληθείας;[13]
Η επαναστατική αισθητικοποίηση του εαυτού ενάντια στις ηθικές επιταγές των ιστορικά επιβαλλόμενων καθεστώτων αλήθειας δεν δύναται να επιτύχει την αναθεώρηση της σχέσης του υποκειμένου με τις εγκαθιδρυμένες νόρμες ούτε και να οδηγήσει στη ριζοσπαστική μετατόπιση των αναγνωριστικών ορίων των δεσμευτικών αυτών κανόνων, δίχως τον κατακλυσμικό κλυδωνισμό της σχέσης που το υποκείμενο διατηρεί προς τον εαυτό του. Η ένσαρκη αμφισβήτηση των ηγεμονικών καθεστώτων υποκειμενοποίησης δεν εσωκλείει μόνο το τίμημα της υπεισέλευσης του εαυτού σε ένα ανεξιχνίαστο οντολογικό καθεστώς μη-ύπαρξης. Η κριτική διαπραγμάτευση των ηθικών επιταγών, στο πλαίσιο των οποίων ένα υποκείμενο καλείται να διαμορφώσει τον εαυτό του, δύναται, παράλληλα, να συντελέσει στην αποκανονιστικοποίηση του γνωστικού, επιστημολογικού, πολιτισμικού και εννοιολογικού ορίζοντα που συγκροτείται εντός μιας ορισμένης χωροχρονικής πραγματικότητας σαν αναμφίλεκτη και συμπαγής «τάξη του όντος». Σύμφωνα με την αυτή την μπατλερική οπτική, η ανατρεπτική υποκειμενική αυτοσυγκρότηση αφενός καταδεικνύει την υποκειμενοποιητική ισχύ των συνυφαινόμενων δικτύων εξουσίας-γνώσης, αφετέρου δε αναψηλαφεί τις αδιόρατες σχισμές αυτού του αξεδιάλυτου δικτύου, φανερώνοντας τα διατρήσιμα και μετατοπίσιμα όρια μιας παραισθητικά απρόσβλητης συγκροτητικής εξουσίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η κατάδειξη της εγγενούς ευαλωτότητας των ίδιων των νορμών της υποκειμενοποίησης μέσω της εναλλακτικής τους επιτέλεσης οδηγεί στην αποφυσικοποίηση της φαινομενικά αδιάβλητης εξουσίας τους, στη διαύγαση των εσωτερικών μηχανισμών τους και, τέλος, στη ριψοκίνδυνη ανάδυση αναπάντεχων και υβριδικών υπαρκτικών μορφισμών εντός του πεδίου της πολιτισμικής διανοητότητας.
ΙΙΙ.
Για τον Gilles Deleuze, το ύστατο φουκωικό ταξίδι στην αρχαία Ελλάδα σημασιοδοτείται από μία διττή στοχοθεσία. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο Φουκώ ανευρίσκει στις αρχαιοελληνικές τέχνες του ζην τα προσφυέστερα εργαλεία για την ανάπτυξη της θεωρίας της υποκειμενοποίησης ως τρίτης διάστασης της συνολικής στοχαστικής του θεώρησης. Σε αυτή τη βάση, η ιστορικά ενική εμπειρία της υποκειμενοποίησης γίνεται αντιληπτή ως αναδιπλωτική πτύχωση της εξωτερικότητας του χωροχρονικά συγκεκριμενοποιημένου δικτύου εξουσίας-γνώσης σε ένα «μέσα» που συγκροτείται μέσω αυτής ακριβώς της αναδίπλωσης.
Κατά δεύτερον, σύμφωνα με τον Ντελέζ, ο Φουκώ κατορθώνει να ανιχνεύσει στις αρχαιοελληνικές πρακτικές της ύπαρξης σύγχρονες δυνατότητες ανάδυσης οριακά αδιόρατων αντιστασιακών μορφών αυτοσυγκρότησης που αντιτάσσονται στην υποκειμενοποιητική νεωτερική διεργασία της καθυπόταξης. Η ιχνηλάτηση μιας παροντικής δυνατότητας διαπλαστικής παραγωγής του εαυτού με όρους αντιστασιακής πολικότητας ενάντια στις κυρίαρχες υποκειμενοποιητικές διεργασίες της ύστερης καπιταλιστικής νεωτερικότητας αποκαλύπτει, ωστόσο, και μία τρίτη λειτουργία της επιστροφής του Φουκώ στους αρχαιοελληνικούς ρυθμιστικούς κώδικες, αυτήν της ευαγγελιζόμενης κίνησης προς το μέλλον. Αποκτώντας μια ελαφρά νιτσεϊκή χροιά, η μελλοντοστραφής ντελεζική ερμήνευση της ύστερης φουκωικής ποίησης του εαυτού προαναγγέλλει την έλευση μιας καινοφανούς μορφής υποκειμένου, πρόσφορης να υπεισέλθει στη χωρικότητα που εκκένωσε ο θάνατος του Θεού και το τέλος του ανθρώπου[14] και να μην «αποδειχθεί χειρότερη από τις δύο προηγούμενες».[15]
Η ντελεζική ανάγνωση της φουκωικής ποίησης του εαυτού δεν απαρνείται την ιστορικότητα των διαδικασιών της υποκειμενικής συγκρότησης ούτε περιγράφει την ανάδυση μιας ουσιακής εσωτερικότητας απρόσβλητης από την εξωτερικότητα εκ της οποίας παράχθηκε. Η αυτοσυγκρότηση του εαυτού παραμένει, για τον Ντελέζ, το μεταβλητό παράγωγο της εσωτερικής αναδίπλωσης των δύο εξίσου ρευστών και εξίσου ιστορικοποιημένων παραμέτρων της εξωτερικότητας: Αφενός της γνώσης, η οποία μετασχηματίζεται και επαναπαγιώνεται με διακριτούς τρόπους στον εκάστοτε ιστορικό σχηματισμό, και αφετέρου της εξουσίας, η οποία συντίθεται και ανασυντίθεται δυναμικά βάσει των διαφοροποιημένων ιστορικών συσχετισμών των δυνάμεων σε κάθε χρονική περίοδο και κοινωνική πραγματικότητα. Για τον Γάλλο στοχαστή, πιο συγκεκριμένα, η φουκωική υποκειμενοποίηση δεν ερείδεται σε μια καταστατική διχοτόμηση ενός «μέσα» και ενός «έξω», αλλά αποτυπώνει επ’ ακριβώς «το μέσα του έξω», ήτοι την ακατάπαυστη διεργασία δια της οποίας οι πτυχώσεις του έξω διαμορφώνουν μια εσωτερικότητα συνεκτατή, και όχι διακριτή, από αυτό που υπάρχει εξωτερικά από αυτήν. Όπως υποστηρίζει αντίστοιχα και ο Pierre Macherey[16], η φουκωική ιχνηλάτηση της υποκειμενικότητας δεν επιτυγχάνεται μέσω της διαγραφής της εξωτερικότητας που συνθέτουν τα δίκτυα της εξουσίας και της γνώσης ούτε μέσω της υποκατάστασης της ακατάβλητης επενέργειας που αυτές διαθέτουν επί του υποκειμενικού σχηματισμού. Το πρωτογενώς αναδυόμενο «μέσα» συνιστά επ’ ακριβώς διεργασία αναπτύχωσης του έξω σε μια εσωτερικότητα μη απριορικώς δοθείσα, αλλά παραχθείσα ως παράδοξο αποτέλεσμα της εξωτερικής αναδίπλωσης[17]. Σύμφωνα με την ντελεζική ανάλυση, το εναγώνιο φουκωικό διακύβευμα της συγκρότησης της εσωτερικότητας ως πτύχωσης και αναδίπλωσης του εξωτερικού σε ένα «μέσα», επωάζεται στην αρχαιοελληνική εννοιολόγηση μιας υποκειμενικότητας, η οποία, απαγκιστρωμένη τόσο από την εξουσία όσο και από τη γνώση, παράγεται μέσω και ένεκα αυτής της απαγκίστρωσης δια της εγκαινίασης της σχεσιακότητας του υποκειμένου με τον εαυτό του. Μέσω της πρωταρχικής αυτής εκσκαφής της εξωτερικότητας και της αναδίπλωσής της σε ένα εσωτερικό, αναφύεται μια πρωτοφανής συσχέτιση της δύναμης της εξωτερικότητας με τον ίδιο της τον εαυτό και προσδίδεται εφικτότητα στην παραγωγή ενός υποκειμένου αναδυόμενου μέσω της επιδραστικής σχέσης που το ίδιο συγκροτεί προς τον εαυτό του. Η διαδικασία αυτή τελείται εντός μιας αυτονομημένης επικράτειας του εσωτερικού, η οποία απορρέει από την εξωτερικότητα των συστημάτων της γνώσης και της εξουσίας, δίχως να ανάγεται ευθέως σε αυτή.
Σύμφωνα με τον Ντελέζ, η απορρόφηση της αυτοποιητικής υποκειμενικότητας από τους δύο έτερους άξονες της εξουσίας και της γνώσης κατά τη μετάβαση στη νεωτερικότητα δεν καθιστά την εξερεύνηση της σχέσης του υποκειμένου με τον εαυτό έναν ακραιφνώς αρχαιοελληνικό τροπισμό ύπαρξης. Κατά παράφραση της αμφιλεγόμενης φουκωικής ρήσης «όπου υπάρχει εξουσία, υπάρχει και αντίσταση», κατά τον Ντελέζ, «θα υπάρχει πάντοτε μια σχέση προς εαυτόν που θα αντιστέκεται στους κώδικες και τις εξουσίες»[18]. Για τον συγγραφέα του Αντι-Οιδίποδα, ένας ισχνός πυρήνας σχεσιακότητας του υποκειμένου προς τον εαυτό του διατηρείται ακόμη και στους κόλπους ενός αυστηρά κωδικοποιημένου νεωτερικού συστήματος, προσλαμβάνοντας τη μορφή μιας μη εξαλείψιμης εστίας αντίστασης απέναντι στις νεωτερικές υποκειμενοποιητικές διαδικασίες της καθυπόταξης. Σε αυτή τη βάση, ο Ντελέζ ανασυγκροτεί την ελάχιστη αυτή επιβιώσασα κηλίδα υποκειμενοποίησης ως αγωνιώδες διακύβευμα προάσπισης και απόλαυσης ενός αναπαλλοτρίωτου «δικαιώματος» του υποκειμένου στη διαφορά και στον αυτο-μετασχηματισμό .
Κατά τη γνώμη μας, η μπατλερική ανάδειξη της ταραχώδους σχέσης μεταξύ της εσωτερικότητας της ηθικής αυτοσυγκρότησης και της εξωτερικότητας της ιστορικοπολιτισμικά μεταβλητής «πολιτικής των κανόνων» προσφέρει μια ενδιαφέρουσα αφετηρία ανεύρεσης επικοινωνιακών ροών ανάμεσα στη δική της θεώρηση για την υποκειμενοποίηση και την ανωτέρω ανάγνωση του Ντελέζ. Σε ένα πρώτο επίπεδο, και οι δύο θεωρητικές ανασημάνσεις της φουκωικής υποκειμενοποίησης παρουσιάζουν έντονα σημεία σύγκλισης. Όπως παρατηρήσαμε στις προηγούμενες σελίδες, ο Ντελέζ συστηματοποιεί τη φουκωική “τρίτη διάσταση” της υποκειμενοποίησης με όρους αναδιπλωτικής πτύχωσης του ιστορικά καθορισμένου δικτύου εξουσίας-γνώσης στο εσωτερικό ενός υποκειμένου, το οποίο δεν απολαμβάνει μιας διακριτής, ελεύθερης και αυτοθεμελιούμενης οντολογίας, αλλά συνιστά επ’ ακριβώς το «μέσα του έξω». Αντίστοιχα, και το μπατλερικό ανασυγκροτητικό εγχείρημα προσανατολίζεται στην κατάδειξη της πυρακτωμένης σχέσης μεταξύ ενός καταστατικά εξαρτημένου υποκειμένου, το οποίο δεν δύναται να αυτοπαραχθεί εκτός των ιστορικών συνθηκών της ανάδυσής του, και των κανονιστικών οριοθετήσεων της κοινωνικοπολιτικής διάταξης της πραγματικότητας, οι οποίες με τη σειρά τους ορίζουν ποιες μορφές υποκειμένου δύνανται να αναγνωριστούν και να αναχθούν στο πεδίο της πολιτισμικής διανοητότητας. Επιπρόσθετα, η ντελεζική ανασύσταση των συγχρόνων δυνατοτήτων ανάβλυσης μιας αυτοσχεσιακής τροπικότητας της ύπαρξης υπό την μορφή ενός πυρήνα αντιστασιακής πολικότητας απέναντι στα ολοποιητικά συστήματα εξουσίας-γνώσης της ύστερης καπιταλιστικής νεωτερικότητας προσομοιάζει στην μπατλερική ανάδειξη της δυνάμενης αποσταθεροποίησης της κανονιστικής διάταξης της σύγχρονης ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας μέσω της ανατρεπτικής αυτοποιητικής επιτέλεσης του εαυτού επέκεινα των εγκεκριμένων και αναγνωρίσιμων νεωτερικών μορφολογιών της ύπαρξης.
Η κρίσιμη συμβολή της μπατλερικής επανεπεξεργασίας της φουκωικής θεωρίας δεν περιορίζεται στην ανάδειξη της υποκειμενοποιητικής διάστασης της κριτικής ως νεωτερικής πρακτικής της ύπαρξης, αλλά διευρύνεται στην κατανόηση του δραματικού διακυβεύματος της απο-υποκειμενικοποίησης. Ως αποτέλεσμα, η μπατλερική πρόσληψη της ανατρεπτικής υποκειμενοποίησης ως θεμελιακής λειτουργίας της φουκωικής κριτικής δύναται να επεκτείνει, κατά τη γνώμη μας, τη ντελεζική κατανόηση της υφέρπουσας αντιστασιμότητας της αυτοποιητικής διαδικασίας, υπογραμμίζοντας το οντολογικό τίμημα ενός τέτοιου διαβήματος. Σε αυτή τη βάση, η μπατλερική θεωρία μπορεί να συμπληρώσει την ανωτέρω ντελεζική ανάγνωση, σκιαγραφώντας το τίμημα της απώλειας μιας αναγνώσιμης θέσης υποκειμένου στο πλαίσιο μιας συντεταγμένης κοινωνικοπολιτισμικής συνθήκης και συστηματοποιώντας τις κοινωνικοπολιτικά διαφοροποιημένες συνεπαγωγές της επισφαλούς έκπτωσης από ένα ορισμένο πεδίο διανοητότητας.
Ταυτόχρονα, η ντελεζική ανάγνωση της όψιμης φουκωικής θεωρίας της υποκειμενικότητας δύναται να προσφέρει στην μπατλερική πρισματική το αναγκαίο συμπληρωματικό υπόβαθρο για τη συστηματικότερη κατανόηση της απίσχνασης των αρχαιοελληνικών τεχνών του ζην στους κόλπους της ύστερης νεωτερικότητας. Η Αμερικανίδα στοχάστρια δεν επικεντρώνεται στη συγκριτική μελέτη των διαφοροποιημένων τροπικοτήτων υποκειμενικού αυτομετασχηματισμού στο πλαίσιο της αρχαιοελληνικής πραγματικότητας και των νεωτερικών κοινωνικών διαρθρώσεων, αντίστοιχα. Επομένως, η ανάλυσή της αδυνατεί να επεξηγήσει με συστηματικότητα τους ιστορικοφιλοσοφικούς, επιστημολογικούς και κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες εξάλειψης των αρχαιοελληνικών πρακτικών της ύπαρξης στο νεωτερικό πεδίο, καθώς και να αναγνωρίσει τις διακρίσεις μεταξύ της κρατούσας αρχαιοελληνικής τεχνικής της ποίησης του εαυτού και της ισχνής νεωτερικής δυνατότητας ανατρεπτικού αυτομετασχηματισμού. Μέσω της θεώρησης του Ντελέζ, η εξάλειψη της αυτοποιητικής παραγωγής υποκειμενικότητας κατά τη μετάβαση στη νεωτερικότητα εντοπίζεται εναργώς στη νεωτερική απορρόφηση της αρχαιοελληνικής πρακτικής της διαπλαστικής υποκειμενικότητας από τους σταδιακά ισχυροποιούμενους άξονες της εξουσίας και της γνώσης. Η περιχαρακωμένη αυτομετασχηματιστική ικανότητα δεν εξαλείφεται ολοκληρωτικά εντός του άκαμπτου νεωτερικού ρυθμιστικού πλαισίου υποκειμενοποίησης, αποκτά, ωστόσο, την ιζηματοποιημένη μορφή μιας δυσχερώς επιβιώσασας κηλίδας αντίστασης. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την κανονικοποιημένη αρχαιοελληνική πρακτική της ποίησης του εαυτού, η νεωτερική διαδικασία εαυτοτικού μετασχηματισμού διαφέρει ποιοτικά, καθώς πλέον συνίσταται στην αβέβαιη πρόταξη ενός ισχνού δικαιώματος αυτοσυγκρότησης απέναντι στις ακατάβλητες υποκειμενοποιητικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στους κόλπους του δικτύου εξουσίας-γνώσης.
Καταληκτικά, σύμφωνα με την θεωρητική ανάλυση που επιχειρήσαμε να αναπτύξουμε στην παρούσα μελέτη, η μπατλερική ανασύσταση της φουκωικής έννοιας της κριτικής με όρους νεωτερικής πρακτικής της ύπαρξης επανενθέτει επιτυχώς την φουκωική «τρίτη διάσταση» της υποκειμενικότητας στο τρέχον ιστορικοπολιτισμικό συγκείμενο της ύστερης νεωτερικότητας. Η πρωτότυπη μπατλερική σύζευξη δύο διακριτών στιγμών του φουκωικού στοχασμού επικαιροποιεί, κατά τη θέση μας, την φουκωική θεωρία της υποκειμενικής συγκρότησης, απεγκλωβίζοντάς την από τον σκόπελο της ιστορικότητας των αρχαιοελληνικών μηχανισμών ανάδυσής της και εγκαθιδρύοντάς τη, επαναπεξεργασμένη και διαμεσολαβημένη, στο επίκεντρο της ερωτητικής της συγκρότησης του ύστερου νεωτερικού υποκειμένου. Συνδυαστικά με την εμβριθή ντελεζική ανάγνωση του φουκωικού στοχασμού, η εξεταζόμενη μπατλερική ανασυγκρότηση κατορθώνει να αποτινάξει κάθε αχρονική και ανιστορική συνήχηση, αλλά και κάθε επικίνδυνο νοσταλγικό αναχρονισμό, από τη θεωρητική ανίχνευση μιας εύθραυστης μορφής ανατρεπτικής ποίησης του εαυτού στην ύστερη νεωτερική συνθήκη. Ταυτόχρονα όμως, η ύστερη φουκωική θεωρία της υποκειμενοποίησης επιτρέπει στην ίδια την Αμερικανίδα φιλόσοφο να επανασχεδιάσει με μεγαλύτερη ενάργεια τη διάνοιξη μιας χωρικότητας εμπρόθετης δράσης, ηθικής λογοθεσίας, αντιστασιμότητας και διαφοροποιησιμότητας στην καρδιά της υποκειμενοποιητικής της θεωρίας, δίχως να υποπέσει σε έναν άκρατο βολονταρισμό και δίχως να καταφύγει στην παραδοχή μιας ουσιοκρατικής, αυτοθεμελιωτικής και αυτόκεντρης συγκρότησης της υποκειμενικότητας. Η πρόσληψη της διαδικασίας της υποκειμενικής συγκρότησης ως επιτελεστικής διεργασίας διάπλασης του εαυτού διανοίγει περισσότερες δυνατότητες κριτικής αναδιαπραγμάτευσης των κρατούντων ηθικών κανόνων, δίχως, ωστόσο, να αορατοποιεί το επαπειλούμενο τίμημα που επιφέρει στην αναγνωρισιμότητα και βιωσιμότητα του υποκειμένου μια πράξη ανατρεπτικής ποίησης του εαυτού ενάντια στους κυρίαρχους ρυθμιστικούς κώδικες.
[1] Μ. Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας: Η χρήση των Ηδονών, Αθήνα: Πλέθρον, 2013.
[2] Αξίζει στο παρόν σημείο να παραθέσουμε, προς διαύγαση του τρόπου με τον οποίον ο Φουκώ αξιοποιεί την αρχαιοελληνική έννοια της «ασκητικής» ως εργασίας επιτελούμενης από τον εαυτό στον εαυτό, την ερμηνεία που ο ίδιος αποδίδει στον όρο στην προφορική παράδοση της 14ης Ιανουαρίου 1981 στο Κολλέγιο της Γαλλίας: «Προσπάθειες να γίνει εκείνο ή το άλλο, έλεγχος αυτού που έκανε κανείς, εξέταση εαυτού, εξέταση των λαθών που έγιναν κατά τη διάρκεια της μέρας, εξέταση αυτό που πρέπει να γίνει, αν θέλει κανείς να επιτύχει το τάδε αποτέλεσμα, προοδευτικές προσπάθειες όλο και δυσκολότερες, μέχρι το σημείο που τελικά, μέσω μιας σειράς δοκιμών, θα εκτιμηθεί αν όντως επιτεύχθηκε το επιδιωκόμενο οντολογικό καθεστώς, αν όντως αποκτήθηκε η επιζητούμενη ιδιότητα του είναι. Όλα αυτά συνιστούν στοιχεία της ασκητικής του εαυτού, της άσκησης, της εργασίας του εαυτού επί του εαυτού», M. Foucault, Υποκειμενικότητα και Αλήθεια: Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1980-1981), Αθήνα: Πλέθρον, 2015, 43.
[3] Παρουσιάζει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο Γάλλος στοχαστής επαναπροσεγγίζει τον όρο ηθική επέκεινα τόσο της συγκρότησης μια συνεκτικής δέσμης αξιών και κανόνων που επιβάλλονται έξωθεν στο υποκείμενο -την οποία και κατονομάζει «ηθικό κώδικα»-, όσο και της συμπεριφοράς που τα υποκείμενα υιοθετούν εν σχέσει με ένα δεδομένο σύστημα εξωτερικών καταναγκασμών, την οποία και ερμηνεύει ως «ηθικότητα των συμπεριφορών». Από αμφότερες τις ανωτέρω εκφάνσεις της ηθικής διακρίνει τον μηχανισμό εκούσιας σμίλευσης του εαυτού με γνώμονα τους κανόνες προσήκουσας ηθικής συμπεριφοράς. Βλ. Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας: Η χρήση των Ηδονών.
[4] M. Foucault, Υποκειμενικότητα και Αλήθεια, 237.
[5] M. Foucault, L’herméneutique du sujet. Παρίσι: Gallimard/Seuil, 2001, 18-19.
[6] J. Butler, Λογοδοτώντας για τον Εαυτό, Αθήνα: Εκκρεμές, 2009, 30.
[7] Στο ίδιο, 33.
[8] Βλ. J.Butler, Τι είναι Κριτική; Ένα δοκίμιο πάνω στην αρετή στον Φουκώ, Αθήνα: Πλέθρον, 2016.
[9] Butler, Λογοδοτώντας για τον Εαυτό, 32.
[10] Butler, Τι είναι Κριτική; .
[11] Στο ίδιο, 14.
[12] Στο ίδιο, 33.
[13] Στο ίδιο, 35.
[14] G. Deleuze, Φουκώ, Αθήνα: Πλέθρον, 2005, 223.
[15] Στο ίδιο, 226.
[16] P. Macherey, «Ο Φουκώ με τον Ντελέζ: Η αιώνια επιστροφή του αληθούς», στο Gilles Deleuze, Φουκώ, 245-262.
[17] Macherey, «Ο Φουκώ με τον Ντελέζ», 256: «Το υποκείμενο δεν εισβάλλει στο έργο του Φουκώ ως ένα ριζικά νέο αντικείμενο που δεν θα μπορούσε να μελετηθεί παρά μόνο αν σβηνόταν ολοκληρωτικά τα ίχνη των προηγούμενων διαβημάτων του, σα να συνιστούσε άρνηση ή απάρνησή τους: αντιθέτως, η έννοια του υποκειμένου πηγάζει άμεσα από τις έννοιες της γνώσης και της εξουσίας και συνιστά αποτέλεσμά τους. Το μέσα, ή μάλλον το μέσα του μέσα, δεν είναι ένα καθαρό μέσα, ψευδαισθητικά κλεισμένο στον εαυτό του, που θα μπορούσε μέσω της κατευναστικής του εικόνας να αντικαταστήσει αμέσως τα βίαια σχήματα του έξω: είναι το μέσα του έξω, ή επίσης το μέσα, όπως διαμορφώνεται με αφετηρία το έξω, από το οποίο παραδόξως απορρέει».
[18] Deleuze, Φουκώ, 175.
